Βασίλισσα Όλγα
H περίοδος της βασιλείας του Γεωργίου Α’ και της συζύγου του Όλγας αποτελεί, χωρίς καμιά αμφιβολία, ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στην ελληνική ιστορία. Το βασιλικό ζευγάρι μετέχει σε σπουδαία ιστορικά γεγονότα που καθόρισαν την πορεία της χώρας. Η ιδιαίτερη περίπτωση της δεύτερης και μακροβιότερης βασίλισσας του ελληνικού έθνους, της Όλγας, αξίζει ξεχωριστής αναφοράς. Η Όλγα κατάφερε, σε ένα έντονο και πυκνό ιστορικό περιβάλλον, να αγαπηθεί από τον λαό, ίσως περισσότερο από καμία άλλη.
Η Όλγα Κωνσταντινόβνα γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη στις 22 Αυγούστου 1851. Ήταν το δεύτερο από τα έξι παιδιά του Δούκα Κωνσταντίνου Νικολάιβιτς (δευτερότοκου γιού του τσάρου Νικόλαου Α') και της Πριγκίπισσας του Σαξ-Άλτενμπουργκ, Αλεξάνδρας Ιωσηφίνας. Επισήμως, προερχόταν από τον οίκο Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Γκόττορπ, ωστόσο για συμβολικούς λόγους συνεχίζεται η χρήση της προέλευσης από τον οίκο των Ρομανώφ.
Η βασίλισσα Όλγα περιγράφεται από διάφορες πηγές ως ταπεινή και σεμνή, στοργική και αλληλέγγυα, αλλά και ως μία χαριτωμένη και γλυκιά παρουσία. Γράφει χαρακτηριστικά η μητέρα της προς την παιδαγωγό της: «(…)Είναι τόσον τρυφερά, εύθυμος, απλή και ευπειθής (…) εύχομαι να της ομοιάσει η Βέρα [η αδελφή της], η οποία ελπίζω να μην σας κουράσει πολύ (…)».
Σταθμός στην ζωή της φαίνεται να ήταν η μετακόμιση της οικογένειας της στην Πολωνία. Εκεί ο πατέρας της διορίσθηκε Αντιβασιλέας το 1863. Η μικρή Όλγα έγινε μάρτυρας τρομερών ταραχών στην περιοχή, που στόχο είχαν μάλιστα τον ίδιο της τον πατέρα, τον οποίο αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν δύο φορές. Γεγονότα σαν αυτά συγκλόνισαν την νεαρή Μεγάλη Δούκισσα και διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα της μελλοντικής βασίλισσας.
Από μικρή ηλικία ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενη. Ενδεχομένως ένας από τους λόγους που η ελληνική κοινωνία την αγκάλιασε τόσο εγκάρδια να ήταν και αυτός: μια ορθόδοξη χριστιανή βασίλισσα θα ανέβαινε στον βασιλικό θρόνο. Στις αναμνήσεις της η ιδιαιτέρα της Βασίλισσας, Ι. Καρόλου, θυμάται « (…) Μεγάλην συμπάθειαν ολόκληρο το έθνος ησθάνθη ευθύς εξ αρχής προς την Βασίλισσαν Όλγαν, διότι (…) ο ελληνικός λαός είδεν την ενσάρκωσιν των ονείρων του δια της πραγματοποιήσεως του γάμου του Βασιλέως του μετά Ορθοδόξου Ηγεμονίδος».
Πράγματι, το έτος 1867 ο νέος -τότε- βασιλιάς Γεώργιος Α’ της Ελλάδας επισκέπτεται την Αγία Πετρούπολη και γνωρίζεται με την δεκαεξάχρονη Όλγα. Όντας σε ηλικία γάμου και δεδομένης της πολύ ενδιαφέρουσας προοπτικής δημιουργίας γαμήλιων δεσμών ανάμεσα στους δύο οίκους, αποφασίζεται ο γάμος τους (αν και με κάποιες επιφυλάξεις από μεριάς του Δούκα Κωνσταντίνου). Δεν πρόκειται όμως για έναν γάμο συμφερόντων, καθώς υπήρχε το ανάλογο ενδιαφέρον και στους δύο νέους. Μάλιστα, μέσα από την προσωπική αλληλογραφία της Όλγας, αφήνεται να εννοηθεί πως, από την αρχή της επίσημης γνωριμίας τους, επιθυμεί να παντρευτεί τον Γεώργιο. Αν και πρωταρχικός της στόχος δεν φαίνεται να ήταν να γίνει βασίλισσα ή να εγκαταλείψει την Ρωσία, εν τούτοις προκειμένου να παντρευτεί τον Γεώργιο έκανε και τις δύο αυτές παραχωρήσεις. Τον Μάιο του 1867 το ζεύγος αρραβωνιάζεται και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους παντρεύονται μεγαλοπρεπώς στο Χειμερινό Ανάκτορο στην Αγία Πετρούπολη. Λίγους μήνες αργότερα, στην Αθήνα, θα φέρουν στον κόσμο το πρώτο τους παιδί, τον διάδοχο Κωνσταντίνο.
Η άφιξη του ζευγαριού στην Αθήνα συνέπεσε με δυσάρεστα περιστατικά. Η πρωτεύουσα, τον καιρό εκείνο, πλημμύριζε με φυγάδες από την Κρήτη. Σε ακριβώς αυτό το σημείο μπορούμε να τοποθετήσουμε την έναρξη της μακράς φιλανθρωπικής δράσης της νέας βασίλισσας στην χώρα. Σε συνεργασία με τον Μητροπολίτη Αθηνών Θεόφιλο, πρωτοστάτησε στην περίθαλψη των πληγέντων γυναικόπαιδων από την Κρήτη. Πολύ γρήγορα έγινε αντιληπτός ο ευγενικός της χαρακτήρας και η ευαισθησία της απέναντι στο ελληνικό λαό και φαίνεται πως, ακόμα και σε μεταγενέστερες δύσκολες πολιτικά στιγμές, αυτό εκτιμήθηκε και ανταποδόθηκε.
Με αφορμή, λοιπόν, την άφιξή της στην Ελλάδα και τα περιστατικά που ακολούθησαν ανοίγει ένα νέο ουσιαστικό κεφάλαιο, άμεσα συνδεόμενο με το βασιλικό της αξίωμα. Το φιλανθρωπικό της έργο είναι αξιοσημείωτο και βαθιά χαραγμένο στη συλλογική μνήμη αφού -μέχρι και σήμερα- πολλά από τα έργα της παραμένουν λειτουργικά και ορατά, ιδιαίτερα στην πόλη των Αθηνών.
Ενδεικτικά μπορούμε να χωρίσουμε το φιλανθρωπικό της έργο σε τρείς μεγάλες κατηγορίες: (α) στο έργο της υπέρ της εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης των γυναικών, (β) στην ανέγερση νοσοκομείων και (γ) στα λοιπά κοινωνικά ιδρύματα.
Βασικά και πρωταρχικά της έργα σχετίζονται με την μόρφωση των κορασίδων και την επαγγελματική τους κατάρτιση προς δύο κατευθύνσεις: προς την εκπαίδευση ως δασκάλες και προς την περίθαλψη ως νοσοκόμες. Έντονα πρωτοποριακή θεωρείται η ίδρυση, το 1872, του Εκπαιδευτικού Συλλόγου Κυριών. Πρόκειται για τον πρώτο γυναικείο φιλανθρωπικό σύλλογο με σαφή μέριμνα την άνοδο του μορφωτικού και βιοτικού επιπέδου των γυναικών της εποχής. Σύντομα, ο Σύλλογος τέθηκε υπό την αιγίδα της νεαρής βασίλισσας και μάλιστα η σχέση της με τον σύλλογο συνδέθηκε και με άλλα έργα που είχαν προορισμό την ανάπτυξη της γυναικείας εγγραμματοσύνης. Ενδεικτικά αναφέρεται η ανέγερση του Αρσάκειου Παρθεναγωγείου και η χρηματοδότηση του Αμαλίειου ορφανοτροφείου / οικοτροφείου (έργο που ξεκίνησε την εποχή της βασίλισσας Αμαλίας από όπου και η επωνυμία του). Όλες οι εκπαιδευτικές μονάδες οι οποίες συνδέθηκαν με τον όνομα της βασίλισσας Όλγας αφορούσαν άμεσα το γυναικείο φύλο, γεγονός πρωτοποριακό για την εποχή εκείνη. Οι μονάδες αυτές βοήθησαν έναν σημαντικό αριθμό γυναικών κάθε ηλικίας, που δικαιολογημένα δεν είχαν προοπτικές μόρφωσης, να μην μείνουν αναλφάβητες και, μάλιστα, να αποτελέσουν ενεργό σύνολο που προσφέρει στην κοινωνία.
Ακολουθεί ο τομέας της υγείας. Το 1875 ιδρύεται επισήμως το «Παιδευτήριο υπέρ Μορφώσεως Νοσοκόμων Γυναικών». Από αυτό το «παιδευτήριο» προκύπτει ένας καθόλου ευκαταφρόνητος αριθμός νοσοκόμων, έτοιμων να απασχοληθούν σε μονάδες υγείας. Σε λιγότερο από δέκα χρόνια εγκαινιάζεται το νοσοκομείο του «Ευαγγελισμού». Σημειώνει η Ι. Καρόλου « (…) Ο Ευαγγελισμός ήτο το κατ’ εξοχήν παιδί της καρδιά της και έζησε να ίδη το όνειρο της πραγματοποιούμενο».
Το δεύτερο νοσοκομείο που ανεγέρθηκε στο όνομα της ήταν το Ρωσικό Νοσοκομείο (σημερινό Ναυτικό Νοσοκομείο Πειραιώς), αφιερωμένο στην κόρη του βασιλικού ζεύγους Αλεξάνδρα, η οποία απεβίωσε σε πολύ νεαρή ηλικία. Το νοσοκομείο αυτό έγινε ένα από τα κύρια κέντρα περίθαλψης Ρώσων στην Ελλάδα. Παρέμεινε όμως σταθερά ανοιχτό για τους κατοίκους των φτωχογειτονιών του Πειραιά, παρέχοντας σε όποιον είχε ανάγκη ιατρική περίθαλψη, τρόφιμα και κατάλυμα. Χαρακτηριστική είναι η σχετική μαρτυρία της Ι. Καρόλου «(…) Άλλ’ εκείνο, το οποίον σπουδαίως εξυπηρέτησεν την γείτονα πόλιν, τον Πειραιά, (…) ήτο το εξωτερικό ιατρείο του Ρωσσικού Νοσοκομείου. Εκεί προσήρχοντο καθημερινώς πάσης ηλικίας και φύλου πτωχοί άνθρωποι (…) και όχι μόνο εξητάζοντο δωρεάν υπό διακεκριμένων ιατρών αλλά και φάρμακα και επίδεσμοι και τεχνικά μέλη δια τους ακρωτηριασμένους, όλα δωρεάν παρήχοντο είς τους προσερχομένους ασθενείς, εξ ’ων και πολύ βαρέως πάσχοντες εισήρχοντο προς δωρεάν νοσηλείαν (…) μέχρις εντελούς αποθεραπείας των».
Το 1915 χρηματοδοτείται επιπλέον βοηθητικό κτήριο δίπλα από το Οφθαλμιατρείο Αθηνών, στο θρυλικό μεσοβυζαντινό κτήριο στην Πανεπιστημίου, προς κάλυψή των αυξημένων αναγκών του, το οποίο είναι σε λειτουργία μέχρι και σήμερα.
Το ιατρείο που αναγέρθηκε δίπλα στα βασιλικά ανάκτορα στο Τατόι αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς. Η ιατρική μονάδα λειτουργούσε με τον βασιλικό ιατρό, και πέρα από τις ανάγκες της οικογενείας εξυπηρετούσε οποιονδήποτε κάτοικο των περιχώρων το χρειαζόταν, γεγονός που καταγράφεται σε πληθώρα φωτογραφιών και γραπτών πηγών.
Όμως το σημαντικότερο ευεργέτημα σχετίζεται με την πολύ προσωπική της ανάμειξη σε αυτά τα κοινωφελή ιδρύματα. Η Όλγα καθόλου σπάνια δούλευε η ίδια στις ιατρικές αυτές μονάδες. Στις οξύτατες πολεμικές περιόδους της χώρας (λ.χ. στον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13) η Όλγα εργάστηκε η ίδια στην περίθαλψη των τραυματιών πολέμου τόσο στον Ευαγγελισμό όσο και στο Τατόι. Σύμφωνα με μαρτυρία της εποχής: «(…) Η Β. Όλγα ηργάσθη τότε (…) βοηθουμένη από τας νύμφας της και πολλάς κυρίας της κοινωνίας, αίτινες αυθορμήτως έσπευσαν να ενδυθούν την στολήν της νοσοκόμου και να υπηρετήσουν ακούραστοι τα παιδιά της Πατρίδος (…)».
Στα λοιπά κοινωνικά ιδρύματα αξίζει να αναφερθεί παραδειγματικά η οικοδόμηση των πρώτων γυναικείων φυλακών και του πρώτου αναμορφωτηρίου (με βοήθεια χρηματοδότησης από τον Γεώργιο Αβέρωφ).
Ένα από τα σημαντικότερα έργα της, το οποίο μάλιστα στην συγχρονία του ήταν ιδιαιτέρως αμφιλεγόμενο (έως και κατακριτέο για μια ευάριθμη συντηρητική μερίδα), ήταν η απόδοση του Ευαγγελίου στην κοινή ελληνική. Η οξεία διαμάχη γύρω από αυτό το ζήτημα έχει μείνει στην ιστορία ως τα «Ευαγγελικά».
Συνοπτικά, το 1898 η βασίλισσα πήρε την απόφαση να αποδοθεί για πρώτη φορά το Ευαγγέλιο σε εύληπτη γλωσσική μορφή, προκαλώντας έτσι την οργή των αρχαϊστών. Το 1901 ξαναμεταφράζεται από τον Αλέξανδρο Πάλλη (με έξοδα της Βασίλισσας) «εις την καθομιλουμένην ελληνικήν γλώσσαν» η οποία κυκλοφόρησε σε μικρό αριθμό Ελλήνων της διασποράς για αρχή. Η κατάσταση οξύνθηκε όταν η εφημερίδα Ακρόπολις αποφάσισε να το δημοσιεύσει σε συνέχειες, με αιτιολογία πως κάθε Έλληνας θα έπρεπε να έχει πρόσβαση στον λόγο του Θεού σε μία γλώσσα την οποία θα μπορεί να διαβάσει. Το έργο αυτό ολοκληρώθηκε με την σύμφωνη γνώμη της Αρχιεπισκοπής και του πρύτανη της Θεολογικής σχολής. Η μετάφραση του Ευαγγελίου έφτασε σε μία περίεργη κοινωνική κατάσταση όπου μαίνεται η έντονη και μακροχρόνια διαμάχη της επικράτησης Δημοτικής ή Καθομιλουμένης. Ταυτόχρονα, όμως, η ήττα της Ελλάδας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο (1897) είναι ακόμα νωπή και μία από τις πολλές συνέπειές της είναι η υπέρμετρη έξαρση του εθνικισμού. Εντούτοις, στην διαχρονία του, το έργο αυτό, αρκετά μπροστά από την εποχή του, συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα και επιδραστικότερα στην κοινωνία έργα της βασίλισσας Όλγας.
Μέσα σε μια στιγμή η κατάσταση της βασιλικής οικογενείας θα αλλάξει ριζικά στις 18 Μαρτίου του 1913, όταν πέφτει νεκρός ο Βασιλιάς Γεώργιος από τα πυρά του Α. Σχινά στην Θεσσαλονίκη. Ακολουθεί η στέψη του γιου της διαδόχου Κωνσταντίνου Α’. Η Όλγα θα περάσει από τον ρόλο της βασίλισσας σε αυτόν της βασιλομήτορος. Αυτός ο νέος ρόλος ήρθε εντελώς ξαφνικά. Τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν δυσοίωνα για την βασιλική οικογένεια, για την Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη ολόκληρη. Η Όλγα είδε να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια της κοσμοϊστορικά γεγονότα: από της έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, την Ρωσική Επανάσταση (συνέπεσε να είναι παρούσα και, μάλιστα, κρατήθηκε αιχμάλωτη από τους Μπολσεβίκους) αλλά και την αιματηρή εθνική διαμάχη που συνέβαινε στην Ελλάδα. Ο διχασμός οδήγησε στην έξωση του Κωνσταντίνου και στην άνοδο στο θρόνο του δευτερότοκου γιού του, Αλέξανδρου. Ο βασιλιάς Αλέξανδρος πέθανε πολύ ξαφνικά το 1920. Το μόνο μέλος της οικογένειας που η κυβέρνηση Βενιζέλου δέχτηκε να επανέλθει στην χώρα για να τον δει ήταν η βασιλομήτωρ Όλγα. Η βασιλική οικογένεια εξορίστηκε μετά την τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής το 1922 και η ίδια η Όλγα δεν επέστρεψε έκτοτε στην Ελλάδα.
Η βασίλισσα Όλγα ήταν μέχρι τέλους αφοσιωμένη στις αγαθοεργίες της και στην οικογένειά της. Ο ελληνικός λαός στο χρονικό αυτό διάστημα πέρασε πολλά και στράφηκε πολλές φορές κατά της μοναρχίας ωστόσο δύσκολα μπορεί κάποιος να υπαινιχθεί πως δεν αγαπήθηκε από τους υπηκόους της. Έκανε πολλά αξιομνημόνευτα και όμορφα έργα, που εκπήγαζαν από τον σεβασμό της για την χώρα στην οποία ήλθε -κοριτσάκι σχεδόν- για να βασιλεύσει πλάι στον Γεώργιο. Ανάμεσα στ’ άλλα, θέλησε να διατηρήσει όψεις του πολιτισμού της Ελλάδας, όπως φαίνεται από την αγάπη της για τις παραδοσιακές εθνικές ενδυμασίες που σιγά-σιγά είχαν αρχίσει στα χρόνια της να εκλείπουν. Μια μεγάλη συλλογή από κούκλες ντυμένες με διάφορες παραδοσιακές τοπικές ενδυμασίες την έκαναν να χαίρεται σαν μικρό παιδί. Γράφεται χαρακτηριστικά σε πηγές της εποχής: «Πάντοτε εθαύμαζε τας κατά τόπους ελληνικάς χωρικάς ενδυμασίας ανδρών και γυναικών και επήλθεν εις την Βασίλισσαν η ιδέα να διασώσει τον ακραιφνή αυτών τύπον (…). [Η] έμπνευσις της βασιλίσσης επέτυχε, και ακόμη μέχρι σήμερον μου είναι αδύνατον να λησμονήσω την παιδικήν χαράν, την οποία ησθάνθη η Βασίλισσα όταν έφθασε το πρώτον δέμα από την Σκύρο (…)».
Η Όλγα Κωνσταντινόβνα ήταν μια ειλικρινά ανιδιοτελής γυναίκα που προσέφερε επανειλημμένως στα κοινά πολύ περισσότερο από όσο ίσως εκείνη θα μπορούσε να φανταστεί. Δεν μνημονευόταν ποτέ ως ένα ενεργά πολιτικό πρόσωπο, παρά τον θεσμικό τίτλο που κατείχε. Έπαιξε τον «πολιτικό» της ρόλο μέχρι εκεί που ήθελε και μπορούσε. Η βασίλισσα και βασιλομήτωρ άφησε την τελευταία της πνοή στις 18 Ιουνίου του 1926 στη Ρώμη σε ηλικία 74 ετών και θάφτηκε στο Τατόι δίπλα στον αγαπημένο της σύζυγο Γεώργιο, με τον οποίο απέκτησε 8 παιδιά και πολλά εγγόνια. Ο τελευταίος μέχρι πολύ πρόσφατα εν ζωή εγγονός της ήταν ο γνωστός λογοτέχνης πρίγκηπας Μιχαήλ της Ελλάδος (Μισέλ ντε Γκρές, 1939-2024), γιος του Πρίγκιπα Χριστόφορου πέμπτου γιού του βασιλικού ζευγαριού.