Skip to main content

Βασίλισσα Σοφία

Μια αναδρομή στην βασιλεία της Σοφίας και του Κωνσταντίνου Α’ της Ελλάδος, με μια ιδιαίτερη εστίαση στην προσωπικότητα της ίδιας της Σοφίας, αξίζει χωρίς αμφιβολία το ιστορικό ενδιαφέρον. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η περίπτωση αυτού του βασιλικού ζεύγους, καθώς πολλά έχουν γραφεί και, ακόμα περισσότερα, έχουν κατατεθεί γι’ αυτό στο δημόσιο λόγο.

Ανεβαίνουν στον θρόνο αναπάντεχα, αν και ο Κωνσταντίνος ήταν ο νόμιμος διάδοχος, μετά την αποτρόπαιη δολοφονία του Γεωργίου Α’ το 1913 στη Θεσσαλονίκη. Η βασιλεία τους ήρθε σε ένα έντονο, ρευστό και ταραγμένο πολιτικό περιβάλλον για την ελληνική κοινωνία και σίγουρα ξεκίνησε όχι με τους καλύτερους οιωνούς. Στην Ευρώπη η ατμόσφαιρα αρχίζει να μυρίζει μπαρούτι κι ο μεγάλος πόλεμος δεν αργεί να ξεσπάσει και να αιματοκυλήσει όλες τις χώρες. Πάντως όλο αυτό το σκηνικό δεν κλόνισε την εικόνα της νεαρής βασίλισσας. Όπως και η προκάτοχος της (Βασίλισσα Όλγα) με την δράση της και την διακριτικότητα της απέναντι στον πολιτικό της ρόλο, προσπάθησε να μείνει αλώβητη από τα πυρά μιας μερίδας του ελληνικού λαού απέναντι στην βασιλική αυλή συνολικά.

Ας πάρουμε όμως σιγά-σιγά τα πράγματα από την αρχή.

 Η Πριγκίπισσα Σοφία Δωροθέα Ουλρίκη Αλίκη  της Πρωσίας ανήκε στον Οίκο των Χοεντσόλερν και γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου του 1870, παραμονές του Γαλλοπρωσικού πολέμου, στο Πότσδαμ. Είναι το 5η παιδί (από αυτά που επιβίωσαν) του Φρειδερίκου Γ’ (Αυτοκράτορα της Γερμανίας και Βασιλιά της Πρωσίας) και της Βασιλικής Πριγκίπισσας Βικτώριας της Αγγλίας (κόρης της Βασίλισσας Βικτώριας της Αγγλίας). Γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο βασιλικό ανάκτορο του Πότσδαμ. Μεγάλωσε στην σφαίρα της άκαμπτης τυπικότητας και της αυστηρής πειθαρχίας της Γερμανικής Αυλής. Ο βιογράφος της την χαρακτηρίζει σοβαρή, έντονα συναισθηματική, αλλά με στιβαρό χαρακτήρα. Ήταν εξαιρετικά μορφωμένη, όπως όριζε και το εθιμοτυπικό για τα παιδιά της Αυλής. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στην οξύτητα της κρίσης της και την έφεσή της στα γράμματα. Στο απόγειο του ύστερου ρομαντισμού, γίνεται επίσης λόγος για την ρομαντική φύση της κοπέλας, σύνηθες χαρακτηριστικό στα τέλη του 19ου αιώνα για τις νεαρές δεσποινίδες στην κεντρική Ευρώπη, και την αγάπη της για την ποίηση.

Το 1887 στην Αγγλία, κατά τον εορτασμό των 50 χρόνων βασιλείας της Βασίλισσας Βικτώριας, θα συναντηθεί, για πρώτη φορά, η νεαρή Σοφία με τον διάδοχο Κωνσταντίνο, εκείνη 17 και εκείνος 19 ετών. Η συγκεκριμένη συνάντηση δεν είναι βέβαια ο καταλύτης της μετέπειτα σχέσης τους, παρόλα αυτά δημιουργείται μια αμφίπλευρη, λίγο-πολύ, πλατωνική συμπάθεια. Η σχέση των δύο νέων θα αποκτήσει πιο στέρεες βάσεις λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος θα έρθει στο Βερολίνο για την ολοκλήρωση των στρατιωτικών σπουδών του στην «Πρωσική Ακαδημία Πολέμου» (Preußische Kriegsakademie). Όσο χρόνο θα παραμείνει στην Γερμανία θα είναι συχνά προσκεκλημένος στην Γερμανική Αυλή και οι δύο νέοι θα βρουν την ευκαιρία να περάσουν από την τυπική πρώτη τους συνάντηση σε μια συμπάθεια που θα εξελιχθεί σε πιο ουσιαστική σχέση.

Η σχέση αυτή φαίνεται ότι έχει τις ευλογίες της γερμανικής Αυλής. Καταγράφεται, μάλιστα, μια ανεκδοτικού τύπου ιστορία, σύμφωνα με την οποία ο Αυτοκράτορας Φρειδερίκος, όταν επισκέφτηκε την Ελλάδα λίγο μετά την γέννηση του διαδόχου, είπε στον Βασιλιά Γεώργιο πως θα τον πάντρευε με μία από τις κόρες του, πράγμα και το οποίο έγινε. Ο διάδοχος ήταν ιδιαιτέρως αγαπητός στον Αυτοκράτορα και τον επισκεπτόταν ακόμα και στις τελευταίες του μέρες πριν αποβιώσει. Μάλιστα λίγο πριν πεθάνει, από την νεκρική του κλίνη, ο Αυτοκράτορας έδωσε την ευχή του για τον αρραβώνα του ζευγαριού. Τονίζεται πως αυτός ο γάμος δεν είχε καμία πολιτική σκοπιμότητα, και δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας πολιτικοοικονομικής συμφωνίας μεταξύ των δύο οίκων. Οι δύο νέοι συναντήθηκαν, ερωτεύτηκαν και αυτοβούλως προχώρησαν στον γαμήλιο δεσμό, παραβιάζοντας τα στερεότυπα των γάμων στους αριστοκρατικούς / βασιλικούς κύκλους. Ίσως αυτή είναι μια ιδιαίτερα εξιδανικευμένη ερμηνεία των γεγονότων, ωστόσο δεν φαίνεται να είναι απίστευτα μακριά από την πραγματικότητα.

Στις 16 Οκτωβρίου του 1889 τελείται το μυστήριο του γάμου της πριγκίπισσας Σοφίας και του διαδόχου Κωνσταντίνου στην Αθήνα. Ο γάμος τους ήταν ένα τεράστιο γεγονός για την ελληνική κοινωνία, καθώς θα είναι ο πρώτος βασιλικός γάμος, και όχι οποιουδήποτε μέλους της οικογενείας αλλά του διαδόχου, που τελείται εντός της χώρας. Θεωρήθηκε άκρως τιμητικό από τον ελληνικό λαό η επιλογή της πρωτεύουσας, και όχι απλώς η άφιξη των νεόνυμφων στην χώρα. Η Σοφία επιθυμεί να μάθει τα πάντα για τον νέο της τόπο και να συνδεθεί με τους Έλληνες. Δεν θέλει να την βλέπουν ως μία τοποθετημένη πριγκίπισσα (μελλοντικά και βασίλισσα), άλλα να την θεωρούν μια από αυτούς και όχι ξένη. Μαθαίνει ελληνικά πριν καν έρθει στην Ελλάδα, αφομοιώνει τα ήθη και τα έθιμα της νέας της πατρίδας και, φυσικά, μελετά την μακρά ιστορία αυτού του τόπου, γνωρίζοντας και πως η ελληνική ιστορία επηρέασε την γενέτειρα χώρα της (σύμφωνα πάλι με τα ισχυρά ρομαντικά πρότυπα της εποχής).  

Σημαίνον γεγονός στην ζωή της Σοφίας, που επηρέασε και την εικόνα της στον ελληνικό λαό, ήταν η επιθυμία της να μεταστραφεί από τον Προτεσταντικό στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Το 1890 ταξιδεύει στο Βερολίνο για να ανακοινώσει στην οικογένεια της, και κυρίως στον αδελφό της και αυτοκράτορα Γουλιέλμο, την απόφαση αυτή. Οι αντιρρήσεις ήταν έντονες από την μεριά της οικογένειας της, μάλιστα θεωρείται πως αυτός ήταν και ο λόγος που οι σχέσεις της ψυχράνθηκαν με τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο ο οποίος ήταν φανατικός προτεστάντης και ανένδοτος σε ότι αφορούσε θρησκευτικά ζητήματα. Η απόφαση αυτή της Σοφίας ήταν προϊόν ώριμης σκέψης και τα επιχειρήματα της δεν υπολείπονταν λογικής. Ο βιογράφος της τονίζει πως κανείς δεν της το επέβαλε ούτε καν της υπέδειξε αυτή την σκέψη. Θεώρησε πως το πρέπον είναι να μοιράζεται τα πάντα με τον σύζυγο και την νέα της πατρίδα ακόμα και στο ζήτημα του θρησκεύματος. Αντιστοίχως απόρησε πώς θα καταφέρει να διαπαιδαγωγήσει σωστά τα παιδιά της αν έχει διαφορετικό θρήσκευμα από εκείνα. Αυτές οι σκέψεις είναι λογικό να ακούγονται σήμερα παρωχημένες, όμως μην ξεχνάμε πως είμαστε ακόμα στον 19ο αιώνα και ζητήματα σαν κι αυτά είχαν τεράστιο αντίκτυπο για τα βασιλικά (και όχι μόνο) δεδομένα. Το Μεγάλο Σάββατο (20 Απριλίου / 2 Μαΐου) 1891 έγινε η επίσημη βάπτιση της και ο αρχιεπίσκοπος Γερμανός Β’ ανέλαβε να την κατηχήσει.  

Από πολύ νωρίς στην Ελλάδα η Σοφία ανέπτυξε φιλανθρωπικό έργο. Ίσως επηρεάσθηκε τρόπον τινά και από την παρουσία της πεθεράς της Βασίλισσας Όλγας, η οποία ήταν πολύ δραστήρια σε αυτό τον τομέα. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ακολουθείται εδώ ένα συγκεκριμένο μοτίβο, χωρίς όμως να υπονοείται πως η Σοφία μιμούνταν απλώς την συμπεριφορά της Όλγας. Απλώς πρόκειται για δύο γυναίκες με έντονη προσωπικότητα, καλοσύνη και ευγένεια, οι οποίες επέλεξαν να μην αποτελέσουν πολιτικές φιγούρες δίπλα στους συζύγους τους, αλλά να χρησιμοποιήσουν την ισχύ τους με άλλον τρόπο, πιο κοινωνικό και πιο κοινωφελή. Είναι ενδιαφέρουσα, για παράδειγμα, η φυσιολατρική δράση της. Αναφέρεται πως μετά την πρώτη της εξόρμηση στον λόφο του Φιλοπάππου αποφάσισε να οργανώσει , σε συνεργασία με τον τότε δήμαρχο Σπυρίδωνα Μερκούρη, αναδασώσεις σε όλη την πρωτεύουσα. Το 1900 - 1901 ορκίζεται επίτιμη πρόεδρος της «Φιλοδασικής Εταιρίας» με πρώτη της πρωτοβουλία την αναδάσωση του λόφου Φιλοπάππου που τόσο πολύ αγάπησε. Άλλες σημαντικές δραστηριότητες στον τομέα της αναδάσωσης / δενδροφύτευσης ήταν στους πρόποδες του λόφου στο Λυκαβηττό, η δημιουργία του Άλσους Ζαππείου, του Παγκρατίου και της Καισαριανής.

Το φιλανθρωπικό έργο της Βασίλισσας Σοφίας

Οι μεγάλες αγαθοεργίες της ξεκινάνε από τα πρώτα χρόνια της στην χώρα.

Ίσως το πιο γνωστό και σημαντικότερο έργο της είναι η ίδρυση του νοσοκομείου παίδων «Αγία Σοφία» το 1896, το οποίο είναι σε λειτουργία μέχρι και σήμερα, στην περιοχή των Αμπελοκήπων - Γουδί. Το έργο αυτό βοήθησε πολλά φτωχά παιδιά, σε μία εποχή που η παιδική θνησιμότητα βρισκόταν σε ανησυχητικά επίπεδα και τα υγειονομικά μέτρα ήταν ανύπαρκτα. Έτσι, μετά από προτροπή της πριγκίπισσας, ανεγέρθηκε το νοσοκομειακό συγκρότημα και εξοπλίσθηκε επαρκώς τόσο σε τεχνολογικό επίπεδο όσο και σε ανθρώπινο δυναμικό. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην «Μεγάλη Νοσοκόμων Σχολή», που αναγέρθηκε μέσα στο νοσοκομειακό συγκρότημα της «Αγίας Σοφίας», ανταποκρινόμενο στην ανάγκη της χώρας για εκπαιδευμένο υγειονομικό προσωπικό. Όπως η ίδια είπε, τονίζοντας τον ύψιστο στόχο της στην υπηρεσία του ελληνικού λαού και ιδιαίτερα ευαίσθητη όσον αναφορά θέματα που αφορούν τα παιδιά : «Ν' ποδίδη τήν γείαν στά ρρωστα λληνόπουλα καί νά μορφών λληνίδας Νοσοκόμους, ξίας το ψηλο προορισμο των».

Σε ένα οξύ πολεμικό σκηνικό, το φιλανθρωπικό έργο της πριγκίπισσάς -μετέπειτα βασίλισσας (μετά την στέψη της το 1913)- ήταν επικεντρωμένο στις νοσηλευτικές μονάδες, την υγεία, την φροντίδα των παιδιών (ορφανών και φτωχών) και των τραυματιών πολέμου. Τόσο κατά την διάρκεια του ατυχούς ελληνοτουρκικού πολέμου, όσο και κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οργάνωσε πολλές νοσοκομειακές μονάδες στις οποίες δούλεψε και η ίδια, όπως είναι γνωστό από φωτογραφικό υλικό και μαρτυρίες. Οργάνωσε και χρηματοδοτούσε συσσίτια στην πρωτεύουσα αλλά και στην Θεσσαλονίκη, την Κέρκυρα και την Φιλιππιάδα.

Το 1915 θα ιδρύσει το τελευταίο έργο της στην Ελλάδα: τον «Πατριωτικό Σύνδεσμο Ελληνίδων» (ή αλλιώς Πατριωτικό Ίδρυμα Κοινωνικής Προστασίας και Αντιλήψεως «Π.Ι.Κ.Π.Α.»). Επρόκειτο για έναν σύλλογο που οργανώθηκε από την ίδια και άλλες Ελληνίδες προς εξυπηρέτηση του πληγέντος από τον πόλεμο ελληνικού λάου, σε συνεργασία με τον Ερυθρό Σταυρό και τη Στρατιωτική Υγειονομική Υπηρεσία. Ο Σύνδεσμος κάλυπτε την περίθαλψη άπορων οικογενειών, ειδικά αν οι προστάτες οικογενείας βρίσκονταν στο μέτωπο, καθώς και την άρτια εκπαίδευση νοσηλευτικού προσωπικού. Στόχοι του ήταν επίσης η διάδοση στοιχειωδών γνώσεων υγιεινής για την καταπολέμηση επιδημιών αλλά και η συγκέντρωση ειδών ιματισμού. Ταυτόχρονα συστάθηκαν επαρχιακά κέντρα, παραρτήματα του Συνδέσμου, για την εφαρμογή των παραπάνω στις απομακρυσμένες από τα αστικά κέντρα περιοχές.

Η Σοφία, όπως προαναφέρθηκε, είχε την ατυχία να φθάσει στην Ελλάδα σε μια πολύ ευαίσθητη ιστορική συγκυρία. Το 1897 η Ελλάδα προετοιμάζεται για πόλεμο, στον οποίον η ήττα θα είναι ταπεινωτική. Έπεται η οικονομική κρίση, την οποία πολύ δύσκολα θα ξεπεράσει. Ούτε μια δεκαετία αργότερα τα έντονα γεγονότα, κατά κανόνα δυσάρεστα, διαδέχονται το ένα το άλλο και φέρνουν την αυλή σε δυσχερή θέση: δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α’, Βαλκανικοί πόλεμοι, εθνικός διχασμός, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Το 1913 είναι μια χρονιά που θα στιγματίσει την βασιλική οικογένεια εξαιτίας της αναπάντεχης δολοφονίας του Βασιλιά Γεωργίου Α’ (5 Μαρτίου). Ο διάδοχος Κωνσταντίνος και η πριγκίπισσα Σοφία αναγορεύονται Βασιλιάς και Βασίλισσα των Ελλήνων, στις 8 Μαρτίου του 1913, ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων. Ωστόσο το μέλλον τους δεν θα είναι ευοίωνο. Η έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου τον Ιούλιο του 1914 και οι διαφωνίες μεταξύ Ελευθερίου Βενιζέλου και παλατιού οδηγούν στην έκρηξη του εθνικού διχασμού με οξύτατο αντίκτυπο σε όλη την βασιλική οικογένεια και ιδιαίτερα στην Σοφία, η οποία έντονα κατηγορήθηκε, εξαιτίας της Γερμανικής καταγωγής της, για την ανένδοτη στάση του Κωνσταντίνου σε σχέση με την είσοδο της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Αποκορύφωμα της πολιτικής κρίσης ήταν η εκθρόνιση του Κωνσταντίνου το 1917, η ενθρόνιση του δευτερότοκου γιού τους Αλέξανδρου και η εξορία τους από την χώρα. Το 1920, ο γιός της και πλέον Βασιλιάς Αλέξανδρος πεθαίνει ξαφνικά από σηψαιμία. Ωστόσο δεν επιτράπηκε στην Σοφία να γυρίσει στην Ελλάδα για να τον αποχαιρετήσει, παρά τις έντονες προσπάθειες της. Το γεγονός αυτό την συγκλόνισε πολύ βαθιά ως μητέρα. Η βασιλική οικογένεια θα επαναπατρισθεί μετά τις εκλογές του 1920, αλλά και πάλι τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν θα τους οδηγήσουν σε δεύτερη εξορία. Το 1922 η εθνική τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής και της καταστροφής της Σμύρνης, που οδήγησε στον θάνατο και την προσφυγιά τους Έλληνες της περιοχής, αποτελεί μία από τις πιο μελανές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Πρωταίτιος της καταστροφής κατηγορήθηκε από του κινηματίες (Κίνημα των Στρατηγών Πλαστήρα και Κονδύλη) ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο οποίος παραιτείται από τον θρόνο υπέρ του γιού του Γεωργίου Β’ στις 17 Σεπτέμβρη. Έτσι η Σοφία και ο Κωνσταντίνος φεύγουν ξανά από την χώρα στην οποία δεν θα ξαναγυρίσουν ποτέ.

Η Βασίλισσα Σοφία από πολλούς χαρακτηρίζεται η ξεχασμένη βασίλισσα των Ελλήνων, λόγω των πολιτικών γεγονότων να επισκιάζουν την ζωή και το έργο της στην Ελλάδα. Ο βιογράφος της και όσοι έχουν καλύψει την συγκεκριμένη χρονική περίοδο δεν περιγράφουν την Σοφία με κάποια συνολικά αρνητική χροιά. Αναφέρουν εμφατικά την σημαίνουσα αγαθοεργό δράση της, τον ευχάριστο και συνετό της χαρακτήρα, χωρίς όμως να υπολείπεται και μια κριτική απέναντι της, κυρίως εξαιτίας της καταγωγής της και των αποφάσεων του συζύγου της. Δεν υπάρχουν ισχυρά τεκμήρια που να επιβεβαιώνουν την επιρροή της άμεσα στις πολιτικές θέσεις του Κωνσταντίνου, ωστόσο θρυλείται πως κρατούσε απόσταση σε θέματα που αφορούσαν την πολιτική. Η καταγωγή της την έφερε ομολογουμένως σε μία πολύ λεπτή και δύσκολα διαχειρίσιμη θέση. Ήταν όμως μια καλοσυνάτη γυναίκα, με ηθική ακεραιότητα, μία εξαιρετική μητρική φιγούρα και με μεγάλη ευαισθησία για τον λαό της στον οποίο στάθηκε όταν χρειάστηκε. Τα έργα της τα μνημονεύουμε ακόμα και κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τον θετικό αντίκτυπό τους.

Η Βασίλισσα Σοφία των Ελλήνων άφησε την τελευταία της πνοή στην Ιταλία το 1932 και ενταφιάστηκε στην κρύπτη της Ρωσικής Εκκλησίας της Φλωρεντίας, δίπλα στον σύζυγο της Κωνσταντίνο και την πεθερά της Όλγα (τα οστά της οποίας μεταφέρθηκαν αργότερα, το 1936, στο Τατόι).

Προς τιμήν της μία από τις κεντρικότερες και μεγαλύτερες λεωφόρους της Αθήνας πήρε το όνομά της.

PHOTO GALLERY

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Αυτός είναι ο μόνος επίσημος ιστότοπος της Ελληνικής Βασιλικής Οικογένειας

© 2025 Ελληνική Βασιλική Οικογένεια